Οι καλλικάντζαροι


Μια φορά και έναν καιρό, κάπου πάρα πολύ μακριά από εδώ, κάπου στο Νότιο Πόλο υπήρχε ένα χωριό φτιαγμένο από κάρβουνα. Εκεί ζούσαν οι καλικάντζαροι. Σ’ αυτό το χωριό όλα ήταν μαύρα, γιατί ήταν φτιαγμένα από κάρβουνο. Τα σπίτια, τα μαγαζιά, το σχολείο, ακόμα και το μεγάλο εργοστάσιο, όπου εκεί δούλευαν οι περισσότεροι καλικάντζαροι, όλα ήταν μαύρα
Στο μεγάλο εργοστάσιο έφτιαχναν κάρβουνα, που τα έστελναν σαν δώρα στα κακά παιδιά και εκεί διευθυντής και ιδιοκτήτης ήταν ο Καλικαντζαρο- Κουραμπιές. Τον ονόμασαν έτσι επειδή όταν γεννήθηκε η μητέρα του έφτιαχνε κουραμπιέδες και με τον που τον πήρε στην αγκαλιά της γέμισε άχνη ζάχαρη: «Χαχα, μικρέ μου κουραμπιέ σε γέμισα ζάχαρη» είπε και τον ονόμασαν Κουραμπιέ.
Στο χωριό των καλικαντζαραίων, τα κάρβουνα περίσσευαν και τα φρέσκα κάρβουνα δεν τα κράταγαν για να χτίσουν νέα κτήρια, τα έδιναν όλα στον Άι Βασίλη! Βλέπετε τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ περισσότερα τα άτακτα παιδιά. Ενώ λοιπόν το εργοστάσιο ετοιμάζονταν τα κάρβουνα που θα έδιναν στα άτακτα παιδιά, στο χωριό του Αη Βασίλη, τα ξωτικά ασχολούνταν με τα παιχνίδια που θα έδιναν στα καλά παιδιά.
Τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα ο Αη-Βασίλης πήγε στον Νότιο Πόλο για να συζητήσει με τον Καλικαντζαρο- Κουραμπιέ για τις νέες παραγγελιές. Ο Άι Κουραμπιές ήταν στο γραφείο του κι έβλεπε το χωριό από το μεγάλο παράθυρο του. Έτρωγε πάντα τα αγαπημένο του γλύκισμα, κουραμπιέδες φυσικά και καθόταν στην αναπαυτική του κόκκινη καρέκλα και παρατηρούσε τη ζωή των καλικάντζαρων. Έβλεπε τα παιδιά να παίζουν χιονοπόλεμο, να φτιάχνουν χιονάνθρωπους και να κάνουν αγώνες με τα έλκηθρα, και απορούσε γιατί δεν μπορούν  και αυτά τα καλικαντζαράκια να κάνουν Χριστούγεννα, να παίρνουν δώρα, να τρώνε γαλοπούλα γεμάτη κάστανα και άλλες λιχουδιές πάνω στο γιορτινό τραπέζι! Την σκέψη του την διέκοψε το χτύπημα της πόρτας.
-Περάστε, είπε ο  Καλικαντζαρο- Κουραμπιές.
-Κύριε! Λυπάμαι για την ενόχληση, είπε ένα μικροσκοπικό καλικαντζαράκι.
-Μην ανησυχείς μικρέ μου Παγάνα και δεν έκανα κάτι πολύ σημαντικό! Πες μου, τι θες;  του είπε.
-Ήρθε ο Αη Βασίλης αφεντικό και θέλει να μιλήσετε για κάτι σημαντικό. Να τον αφήσω να περάσει;
-Ναι φυσικά και το ρωτάς; απάντησε εκείνος.
Το μικροσκοπικό καλικαντζαράκι, ο Παγάνας βγήκε έξω. Και εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Αη Βασίλης χαμογελαστός
-Σαν τα χιόνια Κουραμπιέ, φίλε μου! Τι κάνεις; Καιρό έχουμε να τα πούμε!
-Φυσικό είναι, αφού για κάθε συναλλαγή βάζεις ένα ξωτικό, είπε εκείνος.
Ο Αη Βασίλης έκανε πώς δεν άκουσε.
-Θα αναρωτιέσαι τι κάνω εδώ, του είπε.
-Μπα! Όχι ιδιαίτερα.
-Ούτε λίγο;
-Όχι!
-Καλά δεν πειράζει! Άκου, είπε ο Αη Βασίλης, θέλω να ακυρώσω όλες τις παραγγελίες.
-Τι είπες;! ρώτησε αναστατωμένος ο Κουραμπιές.
-Λυπάμαι φίλε μου, όμως αποφάσισα να κάνω κάτι διαφορετικό φέτος για τα άτακτα παιδιά.
-Α, ναι! Για πες, είπε με απορία ο Κουραμπιές.
-Όποτε ένα παιδί είναι άτακτο θα του αφήνω ένα σημείωμα και  ένα πάρα πολύ μικρό παιχνιδάκι και θα του δίνω και μια δεύτερη ευκαιρία, για να αλλάξει και να γίνει καλό παιδί. Τι λες;
-Τι λέω; Λέω ότι κάτω από αυτόν τον όροφο όλοι οι καλικάντζαροι δουλεύουν όλο τον χρόνο  για τα κάρβουνα που παραγγέλνεις  και μόλις φύγεις θα πρέπει να πάω να τους πω ότι τσάμπα δουλεύανε έναν ολόκληρο χρόνο!
-Μην κάνεις έτσι, σε παρακαλώ, προσπάθησε να τον ηρεμήσει εκείνος.
-Έλα τώρα μην κάνεις έτσι… Αφού συμφωνείς κι εσύ μαζί μου… Κάνε μου τη χάρη κι εγώ θα κάνω ότι μου ζητήσεις για να σε ευχαριστήσω…
Ο Κουραμπιές θυμήθηκε τότε τα παιδιά του χωριού.
-Εντάξει Αη Βασίλη θα γίνει το θέλημά σου. Θέλω όμως κι εγώ μια μεγάλη χάρη, θέλω να φέρεις τα Χριστούγεννα στους καλικάντζαρους!
-Τι πράγμα; γούρλωσε τα μάτια ο Αη Βασίλης και συνέχισε, Μα ξέρεις πως αυτό απαγορεύεται!
-Μα γιατί; Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει;
-Ξέρεις όλοι λένε, πως οι  καλικάντζαροι είναι πολύ διαφορετικοί… Πριν από 100 χρόνια προσπάθησαν να καταστρέψουν τα Χριστούγεννα. Δεν τους αξίζουν λοιπόν τα Χριστούγεννα, τα δώρα ή οι γιορτές! είπε ο Άγιος θυμωμένος.
Ο Κουραμπιές είδε πρώτη φορά έτσι τον Αη Βασίλη. Φοβήθηκε πολύ και δε  συνέχισε άλλο την κουβέντα. Είχε όμως μέσα του μια κρυφή ελπίδα πως όλα θα άλλαζαν. Είπε λοιπόν:
-Εντάξει Αη Βασίλη. Με συγχωρείτε όμως γιατί πρέπει να πάω να ανακοινώσω τα νέα στους εργάτες.
Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι. Πριν φύγει όμως του έδωσε έναν φάκελο και του είπε:
-Αυτό είναι το δώρο σου. Δεν θα έρθω στο χριστουγεννιάτικο δείπνο. Είμαι ίδιος με τους καλικάντζαρους και όπως είπες οι Καλικάντζαροι δεν μπορούν να έχουν Χριστούγεννα. Καληνύχτα!
Αφού έφυγε ο Άι Βασίλης, ο Καλι-Καντζα-Κουραμπιές ανακοίνωσε στους καλικάντζαρους τι έγινε. Κατάλαβαν την θλίψη του και γι’ αυτό καθόλου δεν αντέδρασαν και έφυγαν απογοητευμένοι για τα σπίτια τους. Την επόμενη μέρα στον Βόρειο Πόλο, στο γραφείο του Άι Βασίλη κι ενώ όλοι είχαν φύγει, ο αγαπημένος Άγιος των παιδιών διάβαζε λυπημένος και σκεπτικός τα τελευταία γράμματα. Με βαριά καρδιά άνοιξε και τον φάκελο, εκείνον από το χωριό των καλικατζάρων. Μα δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του! Ο φάκελος ήταν τεράστιος και είχε γράμματα από όλους τους καλικάντζαρους του χωριού, μικρούς και μεγάλους! Στα χέρια του έφτασε κι ένα γράμμα από ένα μικρό καλικαντζαράκι που έλεγε:

Αγαπητέ Αη Βασίλη,
Θα νομίζεις κι εσύ ότι εμείς, οι καλικάντζαροι, δεν αξίζουμε τα Χριστούγεννα μετά από αυτό που κάναμε πριν 100 χρόνια! Έχεις δίκιο! Και εμείς αυτό θα πιστεύαμε στη θέση σου! Όμως έχουμε αλλάξει. Ζητάμε συγνώμη απ’ τα βάθη της καρδιάς μας.
Είμαι 11 χρονών και είμαι μαθητής της Ε΄ Τάξης στο καλικαντζαρο-σχολείο και θέλω να σου ζητήσω δώρα για όλη την οικογένεια, επειδή δεν ξέρουν όλοι γράμματα. Από μικρή ηλικία ο μπαμπάς μου δούλευε στο Μεγάλο Εργοστάσιο από τα χαράματα κι η μαμά μου καθάριζε συνέχεια το σπίτι, αλλά και το σχολείο μαζί με τις υπόλοιπες μαμάδες. Έχω κι έναν μικρό αδερφό, που δεν ξέρει να γράφει ακόμα. Θέλω να μας φέρεις τα ακόλουθα: έναν δεινόσαυρο για μένα, ένα διαστημόπλοιο για τον αδερφό μου, για τη μητέρα μου μια καινούργια χύτρα (η παλιά έσπασε) και για τον πατέρα μου, αυτό που ονειρεύεται από παιδί,  "ΤΑ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ"!  
Εκείνη τη στιγμή, ο Αη Βασίλης βούρκωσε και διέταξε όλα τα ξωτικά να φτιάξουν δώρα για όλους τους καλικάντζαρους, μικρούς και μεγάλους. Την παραμονή των Χριστουγέννων όταν οι καλικάντζαροι κοιμόντουσαν βαθιά, τα ξωτικά στόλισαν το "καρβουνιασμένο" χωριό. Την άλλη μέρα όλοι ήταν μέσα στην τρελή χαρά. Στη μέση του χωριού ένα μεγάλο γιορτινό τραπέζι, ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο και πολλά όμορφα δώρα περίμεναν τους καλικάντζαρουςΌλοι χορεύανε και τραγουδούσαν, το γλεντούσαν με την ψυχή τους. Με το που το είδε ο καλικαντζαρο-Κουραμπιές το όμορφο γλέντι που είχε στηθεί, έτρεξε προς τον Άγιο Βασίλη (που ήταν κρυμμένος πίσω από το εργοστάσιο) και του είπε όλο χαρά:  «Σ’ ευχαριστώ πολύ! Μας έδωσες μεγάλη χαρά!» Τότε ο Άγιος -Βασίλης του είπε: «Κι εγώ χαίρομαι με τη χαρά σας, τελικά δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο από εκείνο της συγχώρεσης!» Από εκείνη τη μέρα όλα άλλαξαν στο χωριό των καλικάντζαρων, όλα έγινα πολύχρωμα και φωτεινά! Λέγεται μάλιστα πως ακόμα και το μεγάλο εργοστάσιο τώρα πια παρασκεύαζε αντί για κάρβουνα κουραμπιέδες…
Ψέματα ή και αλήθεια, έτσι λεν τα παραμύθια…
Μαρία Καμπράνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου