Ο γκιώνης

Ο γκιώνης ή γκιόνης  είναι ένα από τα μικρότερα είδη γλαύκας (19 εκατοστά, με εξαίρεση το σπουργιτόγλαυκα) στην Ευρώπη. Ανήκει στην οικογένεια των Γλαυκιδών και αναγνωρίζονται έξι υποείδη, τα οποία ωστόσο διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους. Ο γκιώνης είναι μάλλον αποδημητικό πουλί, αφού ακούγεται την άνοιξη έως τέλος καλοκαιριού. Εκτός από τον κοινό γκιώνη  βρίσκουμε στην Κρήτη και στις Κυκλάδες τον σκλώπα ή σκουλούπα, και στην Κύπρο το θούπι.
Είναι λίγο μικρότερος από την Μικρή Κουκουβάγια, με λεπτότερο σχήμα, μακρύτερη ουρά και πόδια χωρίς φτερά. Τα φτερά του είναι ανοιχτόχρωμα, με καστανοκόκκινο προς το γκρίζο, διάστικτο με τεφροκάστανες μικρές κηλίδες και σκωληκοειδείς γραμμώσεις, καθώς και υπόλευκες κηλίδες και μπαλώματα. Το χρώμα της ίριδας του είναι κίτρινο.

Το λάλημα του γκιώνη(σε πολλές περιοχές) προμηνύει  κακοτυχία ή κακοκαιρία. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας αυτό ισχύει γενικά για τις κουκουβάγιες. Πολλοί πιστεύουν πως το λυπητερό τραγούδι της κουκουβάγιας προμηνύει τον θάνατο… Αυτό βέβαια συνδέεται με τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις σε κάθε περιοχή. Γι ‘ αυτό και η ιστορία του διαφέρει, το ίδιο και τα ονόματα.
Κάποιο υποστηρίζουν πως ο αδελφοκτόνος ονομάζεται Δήμος και ο αδικοχαμένος αδελφός Αντώνης, εξ' ου και το «Γκιώνης» και άλλοι υποστηρίζουν το ανάποδο.
Αυτός είναι ο μύθος στον οποίο αποδίδεται και η ονομασία του πουλιού:
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν  δύο πολυαγαπημένα αδέλφια, ο Γιώργος και ο Αντώνης. Ο Γιώργος μια μέρα είχε βγάλει βόλτα τα άλογα και τα έχασε. Γύρισε σπίτι και ανακοίνωσε στον αδελφό του την εξαφάνιση των ζώων. Εκείνος θύμωσε πολύ και φώναξε στον αδερφό του. Εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ένας τρομερός καβγάς που κατέληξε στη δολοφονία του Δήμου από τον Αντώνη. Όταν κατάλαβε το λάθος του άρχισε να κλαίει, να οδύρεται και να χτυπιέται. Μετανιωμένος για την πράξη του, ζητούσε από τον Θεό να του αφαιρέσει την ζωή και έλεγε πως δεν υπάρχει λόγος να ζει. Εκείνος ακούγοντας την επιθυμία του, τον μεταμόρφωσε σε πουλί...τον Γκιώνη (εκ του… Αντώνη). Πάνω στην στεναχώρια του, θρηνώντας τον αδελφό του φώναζε: «Γιώργο, Γιώργο, τα ‘βρες τ΄ άλογα;», εννοώ αργότερα άφηνε έναν περίεργο ήχο , που πολλοί λένε έως και σήμερα πως είναι το κλάμα και ο θρήνος του για τον πολυαγαπημένο του αδερφό.

Στην περιοχή μας, μετά τη μεγάλη φωτιά του 2007,δεν απέμειναν και πολλοί γκιώνηδες… Έτσι τώρα πια ακούμε όλο και σπανιότερα το θλιμμένο του τραγούδι …
                                                                                                          Ιωάννα Καγκαράκη
                                                                                                       Αθανασία Καζακοπούλου
                                                                                                      Αλεξία Ευσταθοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου