Το κάστρο της Ροζάφα

Το κάστρο της Ροζάφα έχει μια πολύ παλιά ιστορία και έγινε και δημοτικό τραγούδι, που ανήκει στο είδος των παραλογών και αφηγείται την ιδιαίτερη ιστορία για το χτίσιμο του και τη θυσία της γυναίκας του μάστορα, μια ιστορία που θυμίζει πολύ τον μύθο με το γιοφύρι της Άρτας.
Το Κάστρο της Ροζάφα βρίσκεται κοντά στην πόλη Σκόνδρα/ Skondra, στη βορειοδυτική Αλβανία και υψώνεται επιβλητική πάνω σε βραχώδη λόφο,  130  μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε μια περιοχή που περιβάλλεται από τα ποτάμια του Μπογιάνα και του Δρίνου.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
Λέγεται πως κάποτε ήταν τρία αδέρφια, τα οποία ήθελαν να χτίσουν το κάστρο και δούλευαν όλη τη μέρα, αλλά τη νύχτα το κάστρο γκρεμιζόταν. Αποφάσισαν τότε να συναντήσουν ένα σοφό κι εκείνος τους είπε πως έπρεπε να θυσιάσουν κάποιον για να στερεωθεί το κάστρο. Τα τρία αδέρφια δε μπορούσαν να αποφασίσουν ποιον θα θυσίαζαν, αλλά τελικά αποφάσισαν να θυσιάσουν μία από τις συζύγους τους, την γυναίκα που θα εμφανιζόταν πρώτη την άλλη μέρα και θα τους πήγαινε φαγητό. Συμφώνησαν όμως να μιλήσει κανένας στις γυναίκες τους.
Όμως τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια δεν κράτησαν το λόγο τους και μαρτύρησαν το μυστικό, ενώ  ο τρίτος ο μικρότερος δεν είπε τίποτα στη γυναίκα του, έτσι εκείνη εμφανίστηκε την επόμενη μέρα. Μόλις πήγε κοντά τους της εξήγησαν πως είχαν τα πράγματα και εκείνη δεν αρνήθηκε τη θυσία. Την έλεγαν Ροζάφα.

Λένε λοιπόν πως την ώρα της θυσίας, η νεαρή γυναίκα, επειδή ανησυχούσε για την τύχη του μωρού της παρακάλεσε να θυσιαστεί υπό όρους. Ζήτησε να μην την χτίσουν ολόκληρη, αλλά να αφήσουν ελεύθερο το ένα της μάτι, για να βλέπει το μωρό, το ένα της χέρι, για να το χαϊδεύει, το ένα της πόδι, για να κουνάει της κούνια του και το ένα της στήθος, για να το θηλάζει. Λέγεται λοιπόν πως μέχρι σήμερα μέσα από τα τείχη του κάστρου ακούνε το νανούρισμα της νεαρής γυναίκας για το βρέφος της…

Μάριος Μπάρδι


ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΗΣ ΡΟΖΑΦΑ

Σκέπασε τον Μπούνα ομίχλη
Πάνε τώρα τρεις ημέρες.
Σαν διαβήκε  η τρίτη μέρα,
Φύσηξε ένας αγέρας
Και το πέπλο της αφήνει
Πάνω από το Βαλντενούζ
Όπου πάνε και δουλεύουν
Τρία αδέλφια, χριστιανοί.
Μα ό,τι χτίζουνε τη μέρα
Τους γκρεμίζεται τη νύχτα.
Κι ένας άγιος διαβατάρης,
Χαιρετά τα τρία αδέλφια:
«Άει, καλή δουλειά!» τους λέει.
«Ποια δουλειά;» του απαντάνε,
«Ό,τι χτίζουμε τη μέρα
Μας γκρεμίζεται τη νύχτα.
Δε μας λες καλέ μας άγιε,
Ποιο ΄ν΄το μυστικό του Κάστρου;»
«Ξέρω ποιο ‘ν’ το μυστικό του,
Μ΄αν το πείτε σε κανένα,
Θαν΄ βαρύ τ΄αμάρτημά σας.»
«Πάνω μας το κρίμα ας πέσει.»
Και ο άγιος τους ρωτάει:
«Παντρεμένοι είστε κι οι τρεις
Ζουν κι οι τρεις σας οι γυναίκες;»
«Παντρεμένοι και οι τρεις
Κι οι γυναίκες μας κοντά μας.
Πες μας όμως να χαρείς
Πως θα κρατηθούν τα τείχη;»
«Για να κρατηθούν τα τείχη
Βάλτε μπρος την Κυριακή.
Όμως μπέσα θα κρατήστε
Τίποτα σ΄ αυτές μην πείτε.
Αύριο κείνη που θα ΄ρθει,
Να σας φέρει το προσφάγι,
Πρέπει ευθύς να στοιχειωθεί,
Για να κρατηθεί το Κάστρο
Και ν΄ αντέξει στον καιρό,
Η δουλειά να ξετελέψει.»
Μα ο πρώτος αδερφός
Τον δοσμένο όρκο πατάει
Και μιλάει στην καλή του
Για όσα τ΄ αύριο θα φέρει.
Μα κι ο δεύτερος τα ίδια!
Ξέχασε τις συμβουλές
Και τον όρκο του πατάει
Σιωπή να κρατά δεν ξέρει
Και μιλάει στην κυρά του.
Μα ο πιο καλός ο τρίτος
Πιστός στην υπόσχεσή του,
Σπίτι του ούτε μια λέξη
Στη γυναίκα του δεν είπε.
Και την άλλη την ημέρα
Ξύπνησαν νωρίς τ΄αδέρφια
Κι ως τις πέτρες πελεκάνε
Οι καρδιές τους παν΄ να σπάσουν.
Πέρα, μακριά στο σπίτι
Καλεί η μάνα τις νυφάδες:
«Έι κορούλα μου, εκεί κάτω
Πρέπει οι χτίστες μας να φάνε,
Θεν το σταμνί με το κρασί
Και τις κούπες για να πιούνε.»
«Αχ, βρε μάνα, δεν μπορώ
Είμαι άρρωστη θαρρώ.»
«Έι, κει κάτω» λέει στην άλλη,
«Πρέπει οι χτίστες μας να φάνε,
Θεν το σταμνί με το κρασί
Και τις κούπες για να πιούνε.»
«Αχ, βρε μάνα, άφησέ με
Αλλιώς φεύγω στους δικούς μου.»
«Και συ, η νύφη μου η μικρή;»
«Εδώ ΄μαι μάνα, ό,τι μου πεις»
«Πρέπει οι χτίστες μας να φάνε,
Θέν το σταμνί με το κρασί
Και τις κούπες για να πιούνε»
«Φεύγω αμέσως δίχως άλλο,
Πρόσεχε όμως το μικρό μου»
«Πάρτα κόρη μου και φύγε
Και ΄γω βλέπω το μικρό σου»
Παίρνει το προσφάι μαζί της
Παίρνει το κρασί, τις κούπες
Κι αποφτάνει στην Καζένα.
Μόλις σίμωσε στα τείχη
Τα σφυριά με μιας σωπάσαν
Οι καρδιές πια δεν χτυπάνε
Και τα πρόσωπα χλωμιάσαν.
Ο άντρας της ως τη θωρεί
Βλαστημά και ρίχνει πέρα
Μες τα τείχη το σφυρί.
«Γιατί καλέ μου το πετάς;»
«Σένα διάλεξε η μοίρα
Να χαθείς στη λησμονιά!»
«Αδέρφια τ΄ άντρα μου καλά
Να πω τα στερνά μου λόγια:
Σαν με χτίσετε στο τείχος
Το ΄να χέρι αφήστε μου έξω
Έξω αφήστε μου ένα μάτι
Βγάλτε μου έξω το ΄να πόδι
Έξω αφήστε μου ένα στήθος
Γιατί αφήνω το παιδί μου
Κι αν αρχίσει να μου κλαίει
Το προσέχω με το μάτι,
Το χαϊδεύω με το χέρι,
Το βυζαίνω με το στήθος
Το κουνάω με το πόδι.
Κι ας γεννώ η άλλη πέτρα
Να στεριώσει αυτό το Κάστρο
Και να το χαρεί ο γιος μου,
Τρανός σαν γίνει βασιλιάς
Να΄ρχεται εδώ να πολεμά».

LEGJENDA E KALASE KESHTJELLI ROSAFAT

I ra njegulla Bunës,
Ndej tri dit e ndej tri net;
Mbas tri ditsh e mbas tri netsh,
Fryni nji freski e hollë
E naltoi-o njegullën,
E naltoi der n’Valdanuz,
Ku punojshin-o tre vllazën,
Tre vllazën-o të krishtenë.
Gjith ditën po punojnë,
Gjithë natën po na rrenohet.
Shkon nji shejt-o aty pari:
- Puna e mbarë o tre vllazën !
- Të mbarë paç o shejt i gjallë!
Ku po e shef të mbarën t’ onë ?
Na gjith ditën po punojmë
E gjith natën po na rrenohet.
Amanet o shejt i gjallë,
A din gja me na kallzue ?
Un e dij, por kam gjynah.
At gjynah hidhe mbi ne.
- A jeni t’tre të martuem ?
- A i keni të tre ju vashat ?
- Po të tre të martuem jena
E  të tre vashat i kena ;
Na difto pra çka me ba,
Si me e ngrehun ket kala ?
- N’ daçi drejt ju me punue,
Të diellën mos punoni,
Lidhni besë e lidhni fe,
Në konak mos bisedoni,
Vashavet mos u kallxoni !
Nesër nadje t’ zbardhmën drita,
Cilla vashë t’iu bjere  bukën
At muronje  n’mur t’ kalas,
E atëherë keni me pa,
Se kalaja vend ka xanë.
Vaj ! ai ma i madhi vlla,
Çarti besë e çarti fe,
Në konak e bisedoi,
Vashës s’vet edhe i kallxoi.
Ashtu bani i dyti vlla,
Harroi kshillin qi i pat vu
Shejti i gjallë qi i kish diftue ;
Çarti besë e çarti fe,
Në konak e bisedoi,
Vashës s’vet edhe i kallxoi.
Por ai ma i vogli vlla,
Ma i vogli e ma i miri,
Mbajti besë e mbajti fe,
Në konak s’e bisedoi
Vashës s’vet nuk i kallxoi.
Çohen n’ nadje heret-o
Gurt po coptohen-e
Zemrat po rrahin-e !
Thrret nana Gjelinat’e:
- Gjelinë, e madhja  Gjelinë ,
Ustallarët duen bukë,
Duen bukë e duen uj.
- Besa , nanë, atje s’po vete,
- Se kam ndjehun sot e ligë,
- Gjelinë, e dyta  Gjelinë,
Ustallarët duen bukë,
Duen bukë e duen uj,
Duen kungullin me venë.
Besa,  nanë, atje s’po vete,
Sot do t’shkoj n’gjini e shkreta.
- Gjelinë, moj e treta Gjelinë !
- Lepe nanë e zoja nanë.
- Ustallarët duen bukë,
Duen bukë e duen uj
Duen kungullin me venë.
Besa, nanë, atje po vete;
Por kam djalin t’ vogël-o.
Nisë e shko, Gjelina e eme,
Se na djalin t’a shikjojmë
E s’e lam të vajtojnë.
Mori bukë e mori uj,
Mori kungullin me venë,
Ra teposhtë nepër Kazenë
Ju afrue murit t’kalas.
Çekiçat po ndalen-e,
Zemrat s’po rrahin-e,
Ftyrat po teren-e.
Kur e pau i shoqi i saj,
Tretë çekiç e lshon  belá.
- Ç’bela ke, o shoqi i em,
Ç’ bela i lshon murit t’ kalas !
- Kenka  kenë rrezik për ty,
Na në mur-o me të shti !
Shndosh ju, o kuneti ;
Nji amanet-o po ju lá,
Kur në mur-o t’më muroni,
Sy’n e djathtë t’ma leni jashtë,
Dor’n e djathtë t’ma leni jashtë,
Kamb’n e djathtë t’ma leni jashtë,
Gjin e djathtë t’ma leni jashtë,
Se e kam lanë djalin të vogël
E kur t’nisën djali gjamën,
Me nja’n sy t’a shikjoj,
Me nja’n dorë t’a lëmoj,
Me nja’n kambë t’a lurtoj,
Me nja’n gji t’a nërgoj.
Gjini i em u nguroftë
E kalaja u forcoftë,
Djali i em e gëzoftë,
U baftë mbret e luftoftë !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου