Το γράμμα ενός μετανάστη

Αλεξάνδρα Αλεξοπούλου, Το γράμμα ενός μετανάστη
Γερμανία, Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 1965
Πολυαγαπημένη μου μάνα,
εγώ είμαι καλά και το ίδιο επιθυμώ και για εσάς. Περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία το γράμμα σου και χάρηκα πολύ που έμαθα ότι είστε όλοι καλά. Όταν παίρνω τα γράμματα σου, νιώθω σαν να είμαι κι εγώ στην πατρίδα. Μου λείπετε αφάνταστα. Μου λείπουν τα φαγητά σου μάνα, το ζεστό μας σπίτι, ο ήλιος της πατρίδας που είναι λαμπερός και ζεστός, η γαλάζια θάλασσα, ο ουρανός μάνα… 
Εδώ μάνα όλα είναι τελείως διαφορετικά… Οι άνθρωποι ξυπνούν το πρωί και ξεκινούν για τις δουλειές τους βιαστικά, χωρίς να λένε καλημέρα μεταξύ τους. Κάπως έτσι ξεκινάει κι η δική μου μέρα μάνα. Ξυπνάω στις πέντε το πρωί, ετοιμάζομαι και βγαίνω στο δρόμο να πάρω το λεωφορείο, για να πάω στο εργοστάσιο. Εκεί η δουλειά είναι σκληρή. Το απόγευμα που σχολάω παίρνω πάλι το λεωφορείο για να πάω στο σπίτι και ξαναβγαίνω, αφού ξεκουραστώ λίγο, για να συναντήσω τους υπόλοιπους Έλληνες που έχω γνωρίσει εδώ στην ξενιτιά που βρίσκομαι. Μαζευόμαστε και συζητάμε για την πατρίδα. Θέλουμε να μιλάμε για τις φαμίλιες μας, για τα σπίτια μας, σαν να είμαστε εκεί…
Λοιπόν μανούλα μου, κάπου εδώ πρέπει να κλείσω το γράμμα μου, γιατί είναι αργά. Μάνα δε θέλω να στεναχωριέσαι και να κλαις. να δεις γρήγορα θα περάσει ο καιρός και θα γυρίσω κοντά σου. Να προσεύχεσαι για μένα και να δώσεις χαιρετίσματα και φιλιά σε όλους!
Σε φιλώ γλυκά,
ο γιος σου!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου