Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό...



         Στο πρώτο τρίμηνο του σχολικού έτους 2015-16, το τμήμα μας, το Γ1, διδάχθηκε ένα καινούργιο μάθημα, την Τοπική Ιστορία. Με την καθηγήτρια μας, την κ. Μακρή, ασχοληθήκαμε με το θέμα της μετανάστευσης των Ελλήνων κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 50-60. Στην προσπάθειά μας να  ερευνήσουμε καλύτερα τα αίτια της μετανάστευσης  και τις συνθήκες ζωής τον μεταναστών, αναζητήσαμε μαρτυρίες από πρώην μετανάστες.
Στην παρακάτω συνέντευξη, μια ηλικιωμένη κυρία, η κυρία Ελένη Γεωργιοπούλου (το γένος Αποστολοπούλου) που έφυγε από την Ελλάδα την δεκαετία του 60 για μια καλύτερη ζωή στη Γερμανία, μας μιλά για την εμπειρία της.
στο σιδηροδρομικό σταθμό στα σύνορα Δανίας - Γερμανίας

Πείτε μας κ. Ελένη, πώς ήταν η ζωή σας στην Ελλάδα πριν φύγετε για τα ξένα;
Ήταν δύσκολη. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια στον κόσμο εκείνη την εποχή. Ο εμφύλιος  πόλεμος είχε τελειώσει πριν μερικά χρόνια, αλλά είχε ρημάξει τα πάντα. Δουλεύαμε όλη μέρα στα χωράφια αλλά ο κόπος μας δε φαινόταν. Πολλές φορές δεν είχαμε χρήματα ούτε να αγοράσουμε τα απαραίτητα πράγματα για τη ζωή μας.
Πήρατε μόνη σας την απόφαση να ξενιτευτείτε;
Όχι ακριβώς. Πρώτα έφυγε ο άντρας μου. Κάποιοι συγχωριανοί μας που είχαν μεταναστεύσει στη Γερμανία και είχαν έρθει πίσω στην Ελλάδα για διακοπές, μας είπαν ότι ήταν καλά εκεί και έτσι πήραμε την απόφαση. Εγώ έμεινα πίσω γιατί είχα δύο μικρά παιδιά, 5 και 2 χρονών. Μου ήταν πολύ δύσκολο να τα αποχωριστώ.
Και μετά πώς αλλάξατε γνώμη;
Όταν γύρισε ο άντρας μου για διακοπές στην Ελλάδα, ήταν ενθουσιασμένος. Κανόνισε με τους γονείς του να μας προσέχουν τα παιδιά και όταν γύρισε στη Γερμανία μου έκανε πρόσκληση να πάω κι εγώ και μου έστειλε τα εισιτήρια. Έτσι γινόταν τότε… Έπρεπε κάποιος να σου κάνει πρόσκληση. Βέβαια και η Γερμανία ζήταγε εργάτες εκείνη την εποχή γιατί είχε πολλά εργοστάσια.
Με ποιο μέσο φύγατε και πώς συγκεντρώσατε τα χρήματα για το εισιτήριο;
Έφυγα με το τρένο και τα εισιτήρια μου τα είχε στείλει ο άντρας μου. Όμως είχα κι εγώ πουλήσει τη σοδειά από τα φυστίκια που καλλιεργούσαμε τότε. Θυμάμαι τα μισά χρήματα τα πήρα μαζί μου για το ταξίδι και τα υπόλοιπα τα έβαλα στην τράπεζα γιατί δεν ήξερα αν θα καθόμουν εκεί τελικά.
Περάσατε από υγειονομικό έλεγχο; Σας ζητήθηκε να κάνετε υγειονομικές εξετάσεις;
Ναι, βέβαια. Έπρεπε να ήσουν απόλυτα υγιής για να ταξιδέψεις στην ξένη χώρα.
Πώς νιώσατε όταν φτάσατε εκεί; Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε;
Ένιωσα λίγο παράξενα. Μέχρι τότε δεν είχα ταξιδέψει πουθενά και ξαφνικά βρέθηκα σε μια μεγάλη χώρα, με πολύ κόσμο που μιλούσε χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισα. Και το κρύο φυσικά και τα χιόνια. Δεν είχα συνηθίσει σε τέτοιο καιρό και μου φαινόταν δύσκολος ο χειμώνας.
Πώς σας αντιμετώπισαν οι ντόπιοι και πώς οι συμπατριώτες σας; Υπήρχαν άτομα που σας βοήθησαν;
Οι Γερμανοί μας έβλεπαν βέβαια με μια καχυποψία, επειδή είμαστε ξένοι, αλλά δε μπορώ να πω ότι μας δημιουργούσαν προβλήματα. Με τους Έλληνες ήμασταν πολύ δεμένοι και ο ένας στήριζε τον άλλο. Εμείς κάναμε παρέα περισσότερο με Ηπειρώτες και ένα ζευγάρι από το Αγρίνιο, με τους οποίους διατηρούμε ακόμα τη φιλία μας, παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια.
σε εργοστάσιο στη Γερμανία
Πώς βρήκατε εργασία και πού; Ποιες ήταν οι συνθήκες εργασίας;
Μου είχε βρει δουλειά ο άντρας μου σε ένα εργοστάσιο. Αλλά μερικούς μήνες αργότερα μετακομίσαμε σε άλλη πόλη γιατί βρήκαμε καλύτερη δουλειά. Σε εργοστάσιο πάλι, αλλά τα χρήματα ήταν πολύ καλύτερα. Δουλεύαμε πολύ, αλλά πληρωνόμαστε καλά. Ο άντρας μου, επειδή ήταν πολύ εργατικός έπαιρνε συχνά δώρα. Μια φορά του είχαν κάνει δώρο τα αεροπορικά εισιτήρια για την Ελλάδα και για τους δυο μας. Βέβαια η δουλειά ήταν σκληρή και οι ώρες πολλές... αλλά εμείς είχαμε συνηθίσει τη σκληρή δουλειά από τα χωράφια.
Αισθανθήκατε ποτέ περιφρόνηση και αδικία από τους ξένους;
Μια φορά θυμάμαι είχα στεναχωρηθεί… Δούλευα αρκετά  χρόνια δίπλα από μια Τουρκάλα, με την οποία είχαμε πολύ καλή σχέση. Όταν έγιναν τα γεγονότα στην Κύπρο το 1974, ήρθε ο Γερμανός υπεύθυνος του τομέα μας και μας άλλαξε θέσεις. Στενοχωρηθήκαμε πολύ και οι δύο μας και μάλιστα η Τουρκάλα, που ήξερε καλύτερα γερμανικά από μένα του λέει:  «Γιατί μας χωρίζεις; Εμείς δεν έχουμε πρόβλημα μεταξύ μας. Ο φτωχοί λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους. Τα μεγάλα κεφάλια φταίνε που ξεκινούν τους πολέμους, αυτά θέλουν κόψιμο».
Πώς επικοινωνούσατε με την οικογένειά σας;
Κυρίως με γράμματα αλλά αργότερα που πήγε τηλέφωνο στο χωριό , παίρναμε τηλέφωνο.
Ποιοι κατά τη γνώμη σας ήταν οι κύριοι λόγοι αύξησης του μεταναστευτικού ρεύματος αυτές τις δεκαετίες; Θα συνδέατε αυτό το γεγονός με τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο Σπαραγμό και με ποιον τρόπο;
Φυσικά. Εγώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήμουν πολύ μικρή και δε θυμάμαι πολλά πράγματα. Τον Εμφύλιο όμως τον θυμάμαι πολύ καλά και εύχομαι να μην ξαναζήσει ποτέ η Ελλάδα κάτι παρόμοιο. Η γενιά μου έζησε πολύ  άσχημες καταστάσεις  και γεγονότα που δε ξεχνιούνται όσα χρόνια κι αν περάσουν… Υπήρχε μεγάλη φτώχεια μετά τον Εμφύλιο και πολύς κόσμος έφευγε εκείνη την εποχή για τα ξένα. Ήταν πολύ δύσκολες εποχές…
Εσείς γιατί επιστρέψατε πίσω στην Ελλάδα;
Για τα παιδιά μου. Είχα ήδη αποκτήσει και τρίτο παιδί στη Γερμανία και τα δύο μου αγόρια τα έπαιρνα κάποιους μήνες κάθε χρόνο κοντά μου, πότε το ένα και πότε το άλλο. Όμως δε μπορούσα να τα έχω και τα τρία μαζί γιατί δούλευα και επιπλέον αυτά είχαν ξεκινήσει να πηγαίνουν σχολείο. Έτσι αποφασίσαμε να φύγουμε.
Θυμάστε κάποιο τραγούδι από εκείνα τα χρόνια;
«To ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό» του Καζαντζίδη. Ακούγαμε όμως και πολλά δημοτικά γιατί μας θύμιζαν την πατρίδα μας.
Πιστεύετε πως τελικά άξιζε τον κόπο ο ξενιτεμός σας ή έχετε μετανιώσει που ξενιτευτήκατε;
Όπως σας είπα εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα. Δουλέψαμε σκληρά στη Γερμανία και καταφέραμε γυρίζοντας στη Ελλάδα να αγοράσουμε ένα σπίτι και να έχουμε μια ζωή καλύτερη από εκείνη που είχαμε πριν φύγουμε. ‘Ομως  ο πόνος του αποχωρισμού από τα παιδιά μου ήταν μεγάλος…
Τι θα συμβουλεύατε τους νέους σήμερα που σκέφτονται να φύγουν από την Ελλάδα;
Θα τους συμβούλευα να μη φύγουν. Να κάτσουν στον τόπο τους. Δεν είναι καλή η ξενιτιά… Τώρα οι νέοι ξέρουν γράμματα και μπορούν να καταλάβουν και μόνοι τους ότι η Ελλάδα τους χρειάζεται. Να μην απογοητεύονται και να μην το βάζουν κάτω. Η ζωή είναι αγώνας…
Σας ευχαριστούμε πολύ κ. Ελένη για το χρόνο που μας διαθέσατε!

                                                                                                                             Γιώργος  Γεωργιλές
                                                                                                                        Τάσος  Γεωργόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου