Ανοίξτε τα φτερά σας!


Το μικιό αετόπουλο
Ήταν μια φορά ένα αετόπουλο, καλοφτιαγμένο και όμορφο. Με μεγάλα δυνατά φτερά και τόλμη να κατοπτρίζεται στο αετίσιο του μάτι. Πέρασαν μερικές μέρες που βγήκε από τ’ αβγό, έφαγε όσα καλά τού έφερε η μάνα του, στυλώθηκε και έκανε ν’ ανοίξει τα μεγάλα δυνατά φτερά του να πετάξει.
«Πού βάλθηκες να πας; Τι πας να κάμεις;» έβαλε τσι φωνές ο κύρης του, που τα’ άρεσε να πετά ψηλά με τσ’ άλλους αετούς και δεν είχε καιρό να κάτσει να εκπαιδεύσει το μικρό και αμούστακο ακόμα πουλάκι.
«Άμυαλο πουλί, ακάνιαστο είσαι ακόμα, θα γκρεμοτσακιστείς. Κάτσε εκεί που κάθεσαι, δεν ήρθε ακόμα η ώρα.»
«Πότε θα ’ρθει;» ρώτησε ανυπόμονα το αετόπουλο.
«Άμα μεγαλώσεις λίγο κι αντρωθείς, θα ’ρθει. Μην ανησυχείς, θα το καταλάβεις. Και τότε θα πετάξεις!», του απάντησε βιαστικά ο κύρης του.
«Μ’ αφού και τώρα μπορώ» μουρμούρισε πεισμωμένα το αετόπουλο, αλλά ο κύρης του είχε ήδη πετάξει μακριά και δεν του έδωσε καμιά απάντηση.
Το αετόπουλο έκλεισε τα φτερά του αποθαρρημένο. Περίμενε μια βδομάδα, έφαγε μερικά ερπετά, στυλώθηκε ξανά, και ένα πρωί έκανε και πάλι να ανοίξει τα μεγάλα του φτερά να πετάξει.
«Ίντα κάμεις, καρδούλα μου;» το μάλωσε γλυκά η μάνα του. «Ανίμενε, η υπομονή είναι αρετή. Έχει ο καιρός, είσαι μικιό ακόμα.»
«Μ’ αφού μπορώ» είπε το αετόπουλο.
«Πού βιάζεσαι να πας, μωρέ κουτό; Οι ουρανοί είναι γι’ αυτούς που είναι αμοναχοί και ψάχνουν κάποιον για να συντροφέψουνε. Εσύ έχεις εμένα, κάτσε εδώ πέρα στο κονάκι μας, που θέλω να σ’ έχω για παρέα.»
Έκανε όπως τού είπε η μάνα του και έκατσε.
Δυο βδομάδες αργότερα δοκίμασε πάλι ν’ ανοίξει τα φτερά του την ώρα που ήταν με τη γιαγιά του.
«Μη… Ίντα πας να κάνεις εκειά ετουλόγου σου;» έβαλε τις φωνές η γρα, που φοβόταν μην απομακρυνθεί το εγγόνι της και κακοτύχει.
«Παράτολμο πουλί. Ετσά ξεροκέφαλο που είσαι, κάτι θα σου συμβεί και καλό τέλος δε θα ’χεις».
«Μ’ αφού μπορώ, το ξέρω» είπε απογοητευμένο το αετόπουλο.
«Μείνε καλλιά πάε πέρα, μην έχουμε τρεχάματα. Γροικάς; » το αγριοκοίταξε η γιαγιά του, κι εκείνο έκλεισε τα φτερά του και άρχισε πάλι να μασουλάει τα ποντικάκια του.
Έναν μήνα αργότερα το αετόπουλο καθόταν και ξάνοιγε το γειτονόπουλο να πετάει εδώ κι εκεί και να διασκεδάζει. Έκανε πάλι να ανοίξει τα φτεράκια του, αλλά ήτανε μικρά κι αδύναμα και δυσκολεύονταν να σηκώσουν το βάρος του, ετσά που είχε παχύνει. Το ξάνοιξε το γειτονόπουλο που χτυπιότανε και γκρεμοτσακιζότανε επαέ κι εκειδά στην προσπάθειά του να πετάξει και έβαλε τα γέλια.
«Ίντα πας να κάνεις, βρε μπουνταλά; Δε βλέπεις τα χάλια σου;» το κορόιδεψε.
«Δεν είναι για σένα νέφαλα».
«Μ’ αν προσπαθήσω πολύ, ίσως τσε να τα καταφέρω» μουρμούρισε με την ελπίδα ακόμα ζωντανή το αετόπουλο.
«Κάτσε εκειδά που κάθεσαι, ανόητε, που θες τσε να ξεκορφίσεις» του έκοψε τη φόρα γελώντας ειρωνικά το γειτονόπουλο.
Δυο μήνες αργότερα το μικρό αετόπουλο είχε γενεί κανονικός αετός. Ήταν παχύς και δύσκαμπτος, με δυο μικρά ατροφικά φτεράκια στη ράχη του, που δεν είχαν ποτέ ανοίξει. Δε μπορούσε να πετάξει. Ο κύρης του ήταν θυμωμένος με την κατάντια του, η μάνα του ντρεπόταν για κείνο, η γρα του είχε πεθάνει με το παράπονό του και όλοι οι άλλοι αετοί της ηλικίας του απέφευγαν τη συναναστροφή μαζί του. Όλοι αυτοί που κάποτε το είχαν αποτρέψει να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, τώρα το περιφρονούσαν. Ήταν μόνο και δυστυχισμένο. Δεν κατάφερε ποτέ να πετάξει.
Κι όμως μπορούσε.
Στην περίπτωσή μας δεν ήταν η υπομονή αρετή.
Αρετή είναι η πίστη στον εαυτό σου! Αρετή είναι η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου!
 Το αετόπουλο είχε πολλή υπομονή απέναντι στους άλλους και ελάχιστη πίστη στον εαυτό του.
Κι έτσι δεν πέταξε ποτέ…
Έχετε πίστη στον εαυτό σας, ωρέ ανοίξτε τα φτερά σας και μη φοβάστε τίποτα.
Όλα θα πάνε καλά!

Ελένη Ασημακοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου