η γάτα και ... η κατσούλα... (ιστορίες στη ντοπιολαλιά)

Προχθές το απόγευμα συναντήθηκα στην πάνου πλατεία με μία φίλη μου, την Κάτια!
Εγυρίσαμε όλη την Κρέστενα, πήγαμε ολούθε!!
Στην διαδρομή μάλιστα συναντήσαμε και μια κατσούλα...
Η Κάτια την έπιασε και άρχισε να την χαϊδεύει. Μόνο που η γάτα τελικά αποδείχτηκε περισσότερο φοβισμένη και επιθετική απ' ότι περιμέναμε. Με μία απότομη κίνηση της Κάτιας, η γάτα εκνευρίστηκε -ίσως και να τρόμαξε- και την γρατζούνισε, την κορονύχιασε! Τρομάξαμε! Ήταν ανάγκη να βρούμε γρήγορα κάτι, να βάλουμε απάνου στην πληγή της Κάτιας, για να μην μολυνθεί. Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν αρκετά κοντά, οπότε αποφασίσαμε να πάμε εκεί!!
Έτσι πήραμε τον δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς μου. Στον δρόμο, παρά τον τραυματισμό της Κάτιας, λέγαμε ένα σωρό αστεία και πάνω στην απροσεξία μου, βρίσκομαι κάτου, φαρδιά πλατιά, με τα γόνατά μου σακατεμένα και
γεμάτα αίμα και την Κάτια από πάνου μου, να έχει ξεραθεί στα γέλια και να μην μπορεί να σταματήσει! Μόλις λοιπόν η Κάτια σταμάτησε να γελάει, σγούβει, με σηκώνει και προχωράμε προς το σπίτι. Όπως περπατάγαμε λοιπόν, συναντάμε μία φίλη της γιαγιάς μου, η οποία μας πιάνει την κουβέντα.
 - Πούθε πάτε τσούπες μου; μας λέει η φίλη της γιαγιάς μου.
 - Στην γιαγιά μου, απαντάω εγώ. 
 - Ντάξει τσούπες μου, τσουπίτσες μου! Να πάτε στο καλό! Καλό δρόμο, μας λέει. 
Αφού έφυγε, εμείς προχωρήσαμε για το σπίτι της γιαγιάς, με το που φτάσαμε και μας βλέπει η γιαγιά μου, που εκείνη την ώρα έπλενε τα πιάτα της και φορούσε την καλή της τη μπροστέλα της, μας αρχίζει την ανάκριση! 
 - Τι έγινε τσούπα μου; Τι πάθατε και οι δύο; μας λέει η γιαγιά μου.
 - Τίποτα γιαγιά... Μην ανησυχείς, Ηρέμησε! Θα σου εξηγήσουμε..., απαντάμε εμείς.
- Πως χτυπήσατε και οι δύο τσούπα μου; Άιντε θα μου πείτε ή θα με σκάσετε; Με το τσιγκέλι θα σας τα βγάζω...;
 - Περίμενε ρε γιαγιά.. Μας πήρες απ' τα μούτρα! Θα σου εξηγήσουμε!!!
 Και αφού της εξηγήσαμε και ηρέμησε, μας καθάρισε τις πληγές μας, μας έβαλε και μπενταντίν και φύγαμε...
Μετά από ένα  δεκάλεπτο περπάτημα, βρήκαμε ένα ωραίο μέρος να κάτσουμε με σκιά.
"Εδωπάλια θα κάτσουμε", μου λέει η Κάτια και καθίσαμε εκεί. Ούλα ήτανε καταπράσινα και καλυμμένα απ' την σκιά. Τότε αρχίσαμε πάλι τα αστεία. Αφού πέρασε κάνα εικοσάλεπτο, χτυπάει το τηλέφωνο της Κάτιας και ήταν η μαμά της, η οποία ρώτησε που είμαστε, για να έρθει να μας πάρει. Εμείς ήμασταν αγνάντι από το παλιό περίπτερο. Σε λίγο ήρθε και μας πήρε  και με άφησαν στο σπίτι μου και αυτοί πήγαν στο δικό τους...

Γαρυφαλλιά Πανταζοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου