σα βγεις στη βεργάτα... (ιστορίες στη ντοπιολαλιά)


Ο χρόνος που βρισκόμαστε φανταστείτε πως είναι μόλις λίγα χρόνια μετά την λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια εντελώς διαφορετική Ελλάδα που προσπαθεί να σταθεί ξανά στα πόδια της. Οι άνθρωποι που μένουν στις πόλεις αρχίζουν και διασκορπίζονται σε διάφορα χωριά, εφόσον δεν μπορούν να ζήσουν εκεί εξαιτίας της πείνας. Οι κάτοικοι των χωριών έχουν περισσότερα αγαθά από τα χωράφια και έτσι ζουν καλύτερα. Ο τόπος είναι ένα μικρό χωριό στο νομό Ηλείας.
Είναι μόλις αχάραγα και η απογειάδα που τρυπώνει από το παράθυρο ξυπνάει τον Αλέξη αργά και ήρεμα. Σηκώνεται και αφού νίβει το πρόσωπό του, ντύνεται και πάει να ετοιμάσει λίγο πρωινό. Πήρε ένα βατσέλι ελιές για το κάθε πιάτο και με την αγγλιά έπιασε λίγο λάδι από το λυμπί, για να το φάνε με λίγο ξερό ψωμί. Βλέπετε η μητέρα του έπρεπε να προσέχει τον πατέρα του, επειδή ήταν άρρωστος. Βέβαια, είχε αναζουπίσει από εψές, αλλά δεν είχε ανάκαρο να σηκωθεί, οπότε ο Αλέξης φορτώθηκε και τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν.
Μόλις τελείωσε το πρωινό, βγήκε έξω, για να αρχίσει τις δουλειές του. Ο τόπος ήταν γεμάτος ασπρόπαγο, γιατί ήταν χειμώνας. Ο Αλέξης πότισε πρόχειρα τα βούκιθρα και έπειτα ξεκίνησε να πάει στον αγρό. Στον δρόμο έκατσε λίγο στο καφενείο να μιλήσει με γνωστούς του. Έπιναν τον πρωινό καφέ τους και συζητούσαν για τις σοδιές, τα προβλήματά τους και πολλά ακόμα. Έντεξε όμως κάποια στιγμή και είδε τον κολέγα του τον Χρήστο να κατηφορίζει. Αφού ιδωθήκανε και κουβέντιασαν λίγο, αποφάσισαν να κάνουν μαζί τις δουλειές του Αλέξη.
Όταν έφτασαν στον στάβλο, πήρε ο Αλέξης το ξυστρί ώστε να χτενίσει το άλογο (βλέπετε, είχε ένα ωραίο, καρδαμωμένο άλογο, το οποίο ήταν Καράς και το είχαν ονομάσει Βασίλη), ενώ ο Χρήστος πήρε τη σαρωματιά και άρχισε να σαρώνει τις σκατζίλες του αλόγου. Όταν τελείωσαν με αυτό, πήγαν να αρμέξουν τις προβατίνες. Μάλιστα, είχε πρόσφατα γεννήσει μια προβατίνα και γι' αυτό την άρμεξαν πρώτα για να φτιάξουν κορκοφύγγι με την κολόστρα της. Έπειτα τα αμόλησαν λίγο έξω μέχρι το γιόμα και τα ξαναέκλεισαν, ώστε να συνεχίσουν τις δουλειές τους. Επίσης, πήραν λίγο αραποσίτι από ένα κάθηκο και πρόσθεσαν αλεσμένη βρώμη και νερό, για να αβγατίσει και να κρατήσει μέχρι την άλλη μέρα. Ύστερα άρπαξαν και οι δύο από ένα γαρδίκι και άρχισαν να αυλακώνουν τους μπαξέδες. Βέβαια ο Αλέξης είχε περιποιημένους μπαξέδες με κοκκάρια, μαρούλια, παντζάρια, φασόλια και άλλα πολλά. Έπειτα έριξαν μπόλικο νερό στον πότη, αλλά πριν γίνει αυτό, φρόντισαν να έχουν ξεριζώσει και κάθε είδος ζιζανίου που είχε φυτρώσει όπως αβέλιουρες, τζοχιές, μουχρίτσες κ.α.
Μετά από τόση δουλειά βέβαια είχαν γκανιάξει και γι' αυτό αποφάσισαν να κάνουν ένα διάλειμμα. Έτσι και έγινε. Πήγαν στον πιο κοντινό άμπουλα για να ξεδιψάσουν. Μετέπειτα ανέβηκαν στην βεργάτα και ευτυχώς έλειπε ο αγροφύλακας και ήταν ελεύθεροι να κάτσουν. Έπεσαν τέμπλα στο γρασίδι και χάζευαν μια τα σύννεφα, μια όλη την περιοχή που φαινόταν.
Είχε πλέον απογευματιάσει. Τα αγόρια σηκώθηκαν και πήγαν στον αγρό ξανά. Τώρα, πήραν τα λουμπούσια μέσα σε ένα καροτσίνι και αφού τα πέταξαν όλα σε μια άκρη, τους έβαλαν φωτιά. Ενώ κόντευαν να καούν όλα, ξαφνικά "πιάνει" ένας δρόλαπας που κάνει τα παιδιά να τρεμουλιάσουν ελαφρά. Πήραν ότι πράγματα χρειαζόντουσαν για το σπίτι, όπως την κολόστρα, αυγά από τις κότες και μερικά λαχανικά για να φάνε. Μέχρι να πάνε σπίτι βράδιασε και αφού έφτασαν ο δρόλαπας δυνάμωσε και "έπιασε" μαζί και ένα κουκουτσάλι δυνατό. Ο Αλέξης με τον Χρήστο έφυγαν αλιπόδι για τον στάβλο, για να αχερίσουν το άλογο και επιτέλους να μαζευτούν στα σπίτια τους. Αφού το φρόντισαν και ηρέμησε λίγο η βροχή, αποχαιρετήθηκαν και πήρε ο καθένας τον δρόμο για το σπίτι του. Τέλος για αυτή τη μέρα, έφαγε καλά και έπεσε να ξεκουραστεί μετά από τόση δουλειά. Εξάλλου την επόμενη μέρα ήταν παραμονή Χριστουγέννων, ποιός ξέρει τι θα τον περίμενε...

Δημήτρης Νάνος
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Αβγατάω: Μεγαλώνω, αυξάνομαι
Αγγλιά: Το ειδικό μεταλλικό δοχείο που χρησιμοποιούσαν στα παλιά λιτρουβιά για να πιάνουν το παραγόμενο λάδι.
Αλιπόδι: γρήγορο τρέξιμο
Άμπουλας: φυσική πηγή νερού, που αναβλύζει ασταμάτητα.
Αναζούπισα: ανάρρωσα, ύστερα από βαριά αρρώστια.
Ανάκαρο: κουράγιο, σωματική αντοχή. 
Απογειάδα: Το αεράκι του πρωινού.
Ασπρόπαγος: Το λεπτό στρώμα πάγου που πιάνουν τα χόρτα τον χειμώνα.
Αχάραγα: Λίγο πριν χαράξει η μέρα.
Αχερίζω: ρίχνω άχυρα στο παχνί το βράδυ πριν πέσω για ύπνο.
Βατσέλι: μονάδα χωρητικότητας καρπών.
Βεργάτα: ύψωμα-μικρός λόφος, απ' όπου μπορείς να δεις ολόκληρη τη γύρω περιοχή σε μεγάλο βάθος. Εκεί παλιά καθόταν ο αγροφύλακας για να προσέχει μήπως κάποιο αδέσποτο καταστρέψει σπαρτά αλλά και για κάποια κλεψιά.
Βούκιθρο: είδος θάμνου που βγάζει μικρά ροζ λουλουδάκια.
Γαρδίκι: στενή αξίνα, βολική για τους μπαξέδες.
Γιόμα: μεσημέρι
Γκανιάζω: Ξεραίνεται ο λαιμός μου από δίψα.
Δρόλαπας: ψιλή βροχούλα με κρύο σιγανό αεράκι.
Έντεξε: έτυχε.
Κάθηκο: μικρό δοχείο.
Καράς: μαύρο άλογο.
Κοκκάρι: ψιλό κρεμμύδι.
Κολέγας: ο φίλος
Κουκουτσάλι: χαλάζι
Κολόστρα: το πρώτο γάλα μετά τη γέννα της προβατίνας ή της γίδας.
Λουμπούσι: το κοτσάνι που μένει από το "ντρουμπούκι" του αραποσιτιού όταν αφαιρεθεί ο καρπός.
Ξυστρί: σιδερένια σχάρα, για το καθάρισμα και το χτένισμα του τριχώματος των αλόγων.
Πότης: κεντρικό αυλάκι για το πότισμα των μπαξέδων.
Σαρωματιά: η σκούπα
Τέμπλα: έπεσα κάτω "ξερός".
                                                                                                                                                               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου